- τέκος
- τὸ, Α1. τέκνο, παιδί («Διὸς τέκος», Ομ. Ιλ.)2. (σε φιλικές προσφωνήσεις προς νεώτερους) παιδί μου («ὦ φίλον Οἰδίπου τέκος», Αισχύλ.)3. νεογνό ζώου («τέκος ἐλάφοιο», Ομ. Ιλ.)4. μτφ. γέννημα, δημιούργημα («δυσσεβείας μὲν ὕβρις τέκος», Αισχύλ.)·[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τεκ- τού τίκτω* (πρβλ. αόρ. β' ἔ-τεκ-ον) + κατάλ. -ος τών σιγμόληκτων ουδ.].
Dictionary of Greek. 2013.